αντιχαρίζω

αντιχαρίζω
(Α ἀντιχαρίζομαι)
ανταποδίδω χάρη σε κάποιον.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αντιχαρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος, ανταποδίνω δώρο: Για τη φωτογραφική μηχανή που μου χάρισε του αντιχάρισα ένα μαγνητόφωνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”